- αρήγω
- ἀρήγω (Α)1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο6. απρόσ. ἀρήγειείναι καλό, πρέπει, αρμόζει.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) geruohhen, (αρχ. σαξον. rōkjan, (αρχ. νορβηγ.) rokja «φροντίζω» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της με το λατ. rego «ανορθώνω» (πρβλ. ελλ. ορέγω), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική εξέλιξη του r μέχρι την τελική σημασία «φροντίζω». Το αρήγω ανήκει σε παλαιότερη οικογένεια λέξεων που στον αττικό πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. βοηθέω (-ώ).ΠΑΡ. αρωγή, αρωγόςαρχ.αρηγών, άρηξις.ΣΥΝΘ. συναρωγός, αρχ. επαρωγός, προσαρωγός].
Dictionary of Greek. 2013.